греко » немецкий

Переводы „αγοραπωλησία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αγοραπωλησία [aɣɔrapɔliˈsia] SUBST ж.

αγοραπωλησία
αγοραπωλησία
Geschäft ср.
αγοραπωλησία μιας κατηγορίας ЮРИД.
αγοραπωλησία μετοχών
αγοραπωλησία με δόσεις
αγοραπωλησία με δόσεις
αγοραπωλησία σε μετρητά
Bargeschäft ср.
αγοραπωλησία καταναλωτικών αγαθών
αγοραπωλησία τίτλων
προθεσμιακή αγοραπωλησία τίτλων

Примеры со словом αγοραπωλησία

αγοραπωλησία ж. μετοχών
αγοραπωλησία μετοχών
αγοραπωλησία τίτλων
αγοραπωλησία με δόσεις
αγοραπωλησία σε μετρητά
αγοραπωλησία καταναλωτικών αγαθών
προθεσμιακή αγοραπωλησία τίτλων
αγοραπωλησία μιας κατηγορίας ЮРИД.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский