греко » немецкий

αδερφός1 [aðɛrˈfɔs], αδελφός [aðɛlˈfɔs], αδερφή [aðɛrˈfi], αδελφή [aðɛlˈfi] SUBST м./ж.

αδερφ|ός2 [aðɛrˈfɔs], αδελφ|ός [aðɛlˈfɔs] <-ή, -ό> ПРИЛ.

Примеры со словом αδερφός

πού δείχνει ο αδερφός σου;
ο αδερφός της είναι μαϊμού
τι απόγινε ο αδερφός του;
αυτή και ο αδερφός της
αυτός και ο αδερφός του! уничиж.
που είναι ο αδερφός σου; - πάνω
(εσύ) σαν αδερφός του πρέπει να
η γυναίκα της οποίας ο αδερφός είναι

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский