- έγκλημα
- Verbrechen ср.
- έγκλημα κατά της ανθρωπότητας
-
- ηλεκτρονικό έγκλημα
- Computerdelikt ср.
- οικονομικό έγκλημα
-
- οικονομικό έγκλημα
-
- οργανωμένο έγκλημα
-
- ομαδικό έγκλημα
- Massenverbrechen ср.
- περιβαλλοντικό έγκλημα
- Umweltdelikt ср.
- έγκλημα κατά της περιουσίας
- Vermögensdelikt ср.
- έγκλημα πολέμου
- Kriegsverbrechen ср.
- πολιτικό έγκλημα
-
- σεξουαλικό έγκλημα
- Sexualverbrechen ср.
- έγκλημα Τύπου
- Pressedelikt ср.
- φορολογικό έγκλημα
-
- πάλη ж. κατά του εγκλήματος
-
- τόπος м. του εγκλήματος
- Tatort м.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- έγκλημα ср. διακινδύνευσης ЮРИД.
- υπηρεσιακό έγκλημα
- Amtsdelikt ср.
- περιβαλλοντικό έγκλημα
- Umweltdelikt ср.
- σεξουαλικό έγκλημα
- Sexualverbrechen ср.
- ηλεκτρονικό έγκλημα
- Computerdelikt ср.