- έλλειμμα
- Defizit ср.
- δημοσιονομικό έλλειμμα
-
- διαρθρωτικό έλλειμμα
-
- έλλειμμα εμπορικών συναλλαγών
- Handelsdefizit ср.
- έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου, εμπορικό έλλειμμα
-
- έλλειμμα προϋπολογισμού
- Haushaltsdefizit ср.
- υπερβολικό έλλειμμα
-
- μείωση ж. του ελλείμματος
- Defizitabbau м.
- ταμιακό έλλειμμα
- Kassendefizit ср.
- έλλειμμα μάζας
- Massendefekt м.
-
- Primärdefizit ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου, εμπορικό έλλειμμα
- έλλειμμα ср. προϋπολογισμού
- Haushaltsdefizit ср.
- έλλειμμα ср. ρευστότητας
- διαρθρωτικό έλλειμμα