- απασχόληση
-
- μερική απασχόληση
-
- πλήρης απασχόληση (εργαζομένου)
-
- δευτερεύουσα/δεύτερη/συμπληρωματική απασχόληση
-
- δευτερεύουσα/δεύτερη/συμπληρωματική απασχόληση
-
- ευκαιριακή απασχόληση
-
- κύρια απασχόληση
-
- λαθραία απασχόληση
-
- ως δευτερεύουσα/συμπληρωματική απασχόληση
-
- χωρίς απασχόληση
-
- διάρθρωση ж. της απασχόλησης ЭКОН.
-
- είδος ср. απασχόλησης
-
- είδος ср. απασχόλησης
-
- ευρωπαϊκή στρατηγική ж. για την απασχόληση ЕС
-
- απασχόληση
- Ablenkung ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- μερική απασχόληση
- πλήρης απασχόληση (εργαζομένου)
- ευκαιριακή απασχόληση
- κύρια απασχόληση
- λαθραία απασχόληση