- ασφάλιση
- Sicherung ж.
- ασφάλιση
- Versicherung ж.
- ασφάλιση με αμοιβαιότητα
-
- αναδρομική ασφάλιση
-
- ασφάλιση αναπηρίας
-
- ασφάλιση ανεργίας
-
- ασφάλιση αποσκευών
-
- ασφάλιση ατυχημάτων
-
- ασφάλιση αυτοκινήτων
-
- ελλιπής ασφάλιση
-
- ασφάλιση ζωής
-
- ιδιωτική ασφάλιση
-
- ασφάλιση κτιρίου
-
- ασφάλιση μεταφορών
-
- ναυτική ασφάλιση
-
- ομαδική ασφάλιση
-
- ασφάλιση πραγμάτων
-
- προαιρετική ασφάλιση
-
- ασφάλιση προσώπων
-
- ασφάλιση πυρός
-
- ασφάλιση σύνταξης
-
- ασφάλιση ταξιδιού
-
- ασφάλιση υγείας
-
- κοινωνική ασφάλιση
-
- υποχρεωτική ασφάλιση
-
- σύστημα ср. ασφαλίσεων
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.