- ατύχημα
- Unfall м.
- παθαίνω ένα ατύχημα (σοβαρότατο)
-
- σκοτώνομαι σ' ένα ατύχημα
-
- αεροπορικό ατύχημα
- Flugzeugunglück ср.
- αυτοκινητιστικό ατύχημα
- Autounfall м.
- επαγγελματικό ατύχημα
- Berufsunfall м.
- εργατικό ατύχημα
-
- θανατηφόρο ατύχημα
-
- οικιακό ατύχημα
- Hausunfall м.
- πυρηνικό ατύχημα
- Atomunfall м.
- σιδηροδρομικό ατύχημα
- Eisenbahnunglück ср.
- σιδηροδρομικό ατύχημα
- Zugunglück ср.
- τροχαίο ατύχημα
-
- χημικό ατύχημα
- Chemieunfall м.
- δήλωση ж. ατυχήματος
-
- θάλαμος м. ατυχημάτων (σε νοσοκομείο)
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- χημικό ατύχημα
- Chemieunfall м.
- πυρηνικό ατύχημα
- Atomunfall м.
- επαγγελματικό ατύχημα
- Berufsunfall м.
- αεροπορικό ατύχημα
- Flugzeugunglück ср.
- αυτοκινητιστικό ατύχημα
- Autounfall м.