- δικαιοπραξία
- Rechtsgeschäft ср.
- εικονική δικαιοπραξία
- Scheingeschäft ср.
- ανικανότητα ж. για δικαιοπραξία
-
- δικαιοπραξία
-
- (περιορισμένα) ικανός για δικαιοπραξία
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- αιτιώδης δικαιοπραξία ЮРИД.
- Kausalgeschäft ср.
- εικονική δικαιοπραξία
- Scheingeschäft ср.
- (περιορισμένα) ικανός για δικαιοπραξία
- ανικανότητα ж. για δικαιοπραξία