- εκπαίδευση
- Unterricht м.
- εκπαίδευση
- Erziehung ж.
- ανώτατη εκπαίδευση
-
- ανωτέρα εκπαίδευση
- Fortbildung ж.
- δευτεροβάθμια εκπαίδευση
-
- δευτεροβάθμια εκπαίδευση
-
- δημόσια εκπαίδευση
- Bildungswesen ср.
- δημοτική εκπαίδευση
-
- εκπαίδευση ενηλίκων
-
- επαγγελματική εκπαίδευση
-
- νόμος м. για την επαγγελματική εκπαίδευση
-
- ιδιωτική εκπαίδευση
- Privatschulwesen ср.
- μέση εκπαίδευση
-
- περιβαλλοντική εκπαίδευση
-
- πρωτοβάθμια εκπαίδευση
- Primarstufe ж.
- πρωτοβάθμια εκπαίδευση
-
- σχολική εκπαίδευση
- Schulbildung ж.
- τεχνική εκπαίδευση
-
- τριτοβάθμια εκπαίδευση
-
- υποχρεωτική εκπαίδευση ШКОЛА
- Schulpflicht ж.
- δικαίωμα ср. εκπαίδευσης
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- εκπαίδευση ж. δασκάλου
- δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- νομική εκπαίδευση
- πρωτοβάθμια εκπαίδευση
- Primarstufe ж.
- δημόσια εκπαίδευση
- Schulwesen ср.