- επιτάχυνση
-
- έχει καλή επιτάχυνση (αυτοκίνητο)
-
- επιτάχυνση βαρύτητας
-
- επιτάχυνση κατά την εφαπτομένη
-
- κεντρομόλος επιτάχυνση
-
- στιγμιαία επιτάχυνση
-
- σχετική επιτάχυνση
-
- φυγόκεντρος επιτάχυνση
-
-
- Akzelerometer ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- επιτάχυνση ж. βαρύτητας
- επιτάχυνση ж. εμβόλου
- εκθετική επιτάχυνση
- επιτάχυνση βαρύτητας
- κεντρομόλος επιτάχυνση