- επιχείρηση
- Unternehmung ж.
- επιχείρηση
- Unternehmen ср.
- αγροτική επιχείρηση
-
- αγροτική επιχείρηση
- Agrarbetrieb м.
- επιχείρηση ακινήτων
-
- ανταγωνιστική επιχείρηση
-
- ατομική επιχείρηση
-
- ατομική επιχείρηση
- Einzelfirma ж.
- βιομηχανική επιχείρηση
-
- δημόσια επιχείρηση
-
- εικονική επιχείρηση
- Scheinfirma ж.
- εξαγωγική επιχείρηση
-
- κλειστή επιχείρηση
-
- κρατική επιχείρηση
-
- μεταποιητική επιχείρηση
-
- οικογενειακή επιχείρηση
-
- οικοδομική επιχείρηση
- Bauunternehmen ср.
- οικονομική επιχείρηση
-
- πολυεθνική επιχείρηση
-
- προσωπική επιχείρηση
-
- συνεταιρική επιχείρηση
-
- επιχείρηση Τύπου
-
- φαρμακευτική επιχείρηση
-
- μέγεθος ср. (της) επιχείρησης
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- επιχείρηση ж. μαϊμού
- Scheinfirma ж.
- επιχείρηση ж. κατεδαφίσεων
- επιχείρηση ж. εξαγωγών
- κοινοπρακτική επιχείρηση
- δημόσια επιχείρηση