- κράτος
- Staat м.
- κράτος δικαίου
- Rechtsstaat м.
- κράτος πρόνοιας
-
- αρχιπελαγικό κράτος
-
- αστυνομικό κράτος
- Polizeistaat м.
- βιομηχανικό κράτος
-
- κοινωνικό κράτος
- Sozialstaat м.
- αρχή ж. του κοινωνικού κράτους
-
- κράτος-μέλος
-
- ομοσπονδιακό κράτος
- Bundesstaat м.
- πολυεθνικό κράτος
-
- πελατιακό κράτος ср.
-
-
- Nachbarstaat м.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- κράτος ср. καταγωγής,
- κράτος ср. πρόνοιας
- κράτος πρόνοιας
- πολυεθνικό κράτος
- αστυνομικό κράτος
- Polizeistaat м.