- περιουσία
- Vermögen ср.
- χωρίς περιουσία
-
- ακίνητη περιουσία
-
- ακίνητη περιουσία
-
- αρχική περιουσία ЭКОН.
- Anfangsvermögen ср.
- δημόσια περιουσία
-
- επιχειρηματική περιουσία, περιουσία της επιχείρησης
- Betriebsvermögen ср.
-
- Auslandsvermögen ср.
- κρατική περιουσία
- Staatsvermögen ср.
- μερίδιο ср. περιουσίας
-
- οικογενειακή περιουσία
-
- οικογενειακή περιουσία
- Familienvermögen ср.
- προσωπική περιουσία
- Privatvermögen ср.
- συνολική περιουσία
- Gesamtvermögen ср.
- πτωχευτική περιουσία
- Konkursmasse ж.
- είδη ср. мн. περιουσίας
-
- περιουσία
- Grundbesitz м.
- κτηματική περιουσία
- Grundbesitz м.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- επιχειρηματική περιουσία, περιουσία της επιχείρησης
- Betriebsvermögen ср.
- ακίνητη περιουσία
- αρχική περιουσία ЭКОН.
- Anfangsvermögen ср.
- δημόσια περιουσία