- πιστοποιητικό
-
- πιστοποιητικό ανεργίας
-
- πιστοποιητικό γάμου
-
- πιστοποιητικό γέννησης
-
- πιστοποιητικό γνησιότητας
-
- πιστοποιητικό θανάτου
- Totenschein м.
- πιστοποιητικό ιδιοκτησίας
-
- προσωρινό πιστοποιητικό
-
- προσωρινό πιστοποιητικό
-
- πιστοποιητικό υγείας
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- πιστοποιητικό ср. καταγωγής ЮРИД.
- πιστοποιητικό ср. προέλευσης
- πιστοποιητικό ср. γνησιότητας
- πιστοποιητικό ср. θανάτου
- Totenschein м.
- πιστοποιητικό ср. εισαγωγής
Поиск в словаре
- πιστολάκι
- πιστολάς
- πιστολέτο
- πιστολήπτης
- πιστοληπτικός
- πιστοποιητικό
- πιστοποιώ
- πιστός
- πιστότητα
- πιστώνω
- πίστωση