- προσωπικό
- Personal ср.
- βοηθητικό προσωπικό
- Aushilfspersonal ср.
- ειδικευμένο προσωπικό
- Fachpersonal ср.
- προσωπικό εξυπηρέτησης
- Servicepersonal ср.
- νοσηλευτικό προσωπικό
-
- προσωπικό πωλήσεων
- Verkaufspersonal ср.
-
- Bankpersonal ср.
- δαπάνες ж. мн. προσωπικού
- Personalkosten мн.
- μείωση ж. του προσωπικού
-
-
- Personalbüro ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- προσωπικό νεύρο
- Gesichtsnerv м.
- ειδικευμένο προσωπικό
- Fachpersonal ср.
- εκπαιδευτικό προσωπικό
- νοσηλευτικό προσωπικό
- διδακτικό προσωπικό
- Lehrpersonal ср.