- πώληση
- Verkauf м.
- εμπορεύματα ср. мн. για πώληση ή επιστροφή
-
- αθόρυβη πώληση
-
- πώληση ακινήτων
-
- άμεση πώληση
-
-
- Notverkauf м.
- αναγκαστική πώληση (όταν υποχρεώνουν τον πωλητή)
-
- αποκλειστική πώληση
-
- αποτέλεσμα ср. των πωλήσεων
- Verkaufsergebnis ср.
- αφορολόγητη πώληση
-
- λιανική πώληση
-
- εικονική πώληση
-
- πώληση εμπορευμάτων
- Warenverkauf м.
- μαζική πώληση
- Massenabsatz м.
-
- Absatzvolumen ср.
- μερική πώληση
- Teilverkauf м.
-
- Barverkauf м.
-
- Absatzmangel м.
-
- Absatzkosten мн.
- πυραμιδωτή πώληση
-
-
- Absatzquote ж.
- προσδοκίες ж. мн. πωλήσεων
-
- προσδοκίες ж. мн. πωλήσεων
-
- προγνώσεις ж. мн. πωλήσεων
-
- πώληση τίτλων
-
-
- Vertriebssystem ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- πώληση ж. διαμερίσματος
- πώληση ж. μεριδίου
- πυραμιδωτή πώληση
- πώληση ακινήτων
- μαζική πώληση
- Massenabsatz м.