греко » немецкий

Переводы „έκθεση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

έκθεσ|η <-εις> [ˈɛkθɛsi] SUBST ж.

1. έκθεση (παρουσίαση σε κοινή θέα):

έκθεση
αναδρομική έκθεση

2. έκθεση ТОРГ.:

έκθεση
Messe ж.
έκθεση αυτοκινήτου
έκθεση βιβλίου
Buchmesse ж.
βιομηχανική έκθεση
έκθεση καταναλωτών
die Messebesucher м. мн.

3. έκθεση (λεπτομερειακή αφήγηση):

έκθεση
Bericht м.
ετήσια έκθεση
οικονομική έκθεση
τελική έκθεση

4. έκθεση (του μαθητή, δοκίμιο):

έκθεση
Aufsatz м.

5. έκθεση:

έκθεση МЕД., ФИЗ.
έκθεση МЕД., ФИЗ.
έκθεση (στο φως) ФОТО.
έκθεση σε ακτινοβολία МЕД.

6. έκθεση (βρέφους):

έκθεση

7. έκθεση МУЗ.:

έκθεση
έκθεση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский