греко » немецкий

Переводы „ακτινοβολώ“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . ακτινοβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [aktinɔvɔˈlɔ] VERB перех.

1. ακτινοβολώ перенос.:

ακτινοβολώ (θερμότητα) (ευτυχία)

2. ακτινοβολώ (εκθέτω σε ακτινοβολία):

ακτινοβολώ

II . ακτινοβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [aktinɔvɔˈlɔ] VERB неперех.

1. ακτινοβολώ (εκπέμπω ακτίνες):

ακτινοβολώ

2. ακτινοβολώ перенос. (λάμπω):

ακτινοβολώ

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский