греко » немецкий

Переводы „αλιευτική“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αλιευτική [aliɛftiˈci] SUBST ж.

αλιευτική
Fischerei ж.

Примеры со словом αλιευτική

αλιευτική πολιτική
αλιευτική περιοχή
αλιευτική εταιρεία
αλιευτική ποσόστωση
αλιευτική περίοδος
αλιευτική οικονομία
αλιευτική πόροι
Fischbestände м. мн.
αλιευτική συμφωνία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский