греко » немецкий

Переводы „αναγνώριση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αναγνώρισ|η <-εις> [anaˈɣnɔrisi] SUBST ж.

1. αναγνώριση (επαναφορά στη μνήμη):

αναγνώριση
αναγνώριση ομιλίας ИНФОРМ.

2. αναγνώριση (παραδοχή, αποδοχή):

αναγνώριση
αμοιβαία αναγνώριση ЮРИД., ПОЛИТ.
αναγνώριση του διπλώματος
αναγνώριση σπουδών

3. αναγνώριση ВОЕН.:

αεροπορική αναγνώριση

Примеры со словом αναγνώριση

αναγνώριση ομιλίας ИНФОРМ.
αναγνώριση σπουδών
αεροπορική αναγνώριση
αμοιβαία αναγνώριση ЮРИД., ПОЛИТ.
αναγνώριση ж. της πατρότητας
αναγνώριση του διπλώματος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский