греко » немецкий

Переводы „ανακουφιστικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ανακουφιστικ|ός <-ή, -ό> [anakufistiˈkɔs] ПРИЛ.

1. ανακουφιστικός (που ανακουφίζει άνθρωπο):

ανακουφιστικός

2. ανακουφιστικός (που ανακουφίζει πόνο ή λύπη):

ανακουφιστικός
lindernd, Linderungs-

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский