греко » немецкий

Переводы „ανασυγκρότηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ανασυγκρότησ|η <-εις> [anasiŋˈgrɔtisi] SUBST ж.

1. ανασυγκρότηση (ανασύνθεση):

ανασυγκρότηση
οικονομική ανασυγκρότηση

2. ανασυγκρότηση (νέα οργάνωση):

ανασυγκρότηση
ανασυγκρότηση

Примеры со словом ανασυγκρότηση

οικονομική ανασυγκρότηση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский