греко » немецкий

Переводы „ανθρακικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ανθρακικό [anθraciˈkɔ] SUBST ср. (σε ποτό)

ανθρακικό
με/χωρίς ανθρακικό
με λίγο ανθρακικό

Примеры со словом ανθρακικό

ανθρακικό νάτριο
ανθρακικό μαγνήσιο
ανθρακικό άλας
Karbonat ср.
ανθρακικό μαγγάνιο
ανθρακικό βάριο
ανθρακικό κάλιο
ανθρακικό βισμούθιο
ανθρακικό οξύ
ανθρακικό αμμώνιο
ανθρακικό ασβέστιο
ένυδρο ανθρακικό νάτριο
Natron ср.
όξινο ανθρακικό άλας
με λίγο ανθρακικό
με/χωρίς ανθρακικό

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский