греко » немецкий

αντικατασταίνω

αντικατασταίνω s. αντικαθιστώ

Смотри также αντικαθιστώ

αντικα|θιστώ <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> [andikaθisˈtɔ], αντικα|τασταίνω <-τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> VERB перех.

1. αντικαθιστώ (τοποθετώ στη θέση άλλου):

2. αντικαθιστώ (αναπληρώνω κάποιον):

αντικα|θιστώ <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> [andikaθisˈtɔ], αντικα|τασταίνω <-τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> VERB перех.

1. αντικαθιστώ (τοποθετώ στη θέση άλλου):

2. αντικαθιστώ (αναπληρώνω κάποιον):

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский