греко » немецкий

Переводы „ανώμαλος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . ανώμαλ|ος <-η, -ο> [aˈnɔmalɔs] ПРИЛ.

1. ανώμαλος (ρυθμός):

ανώμαλος

2. ανώμαλος (επιφάνεια):

ανώμαλος

3. ανώμαλος ЛИНГВ. (ρήμα):

ανώμαλος

4. ανώμαλος (ψυχικά):

ανώμαλος

5. ανώμαλος (σεξουαλικά):

ανώμαλος

II . ανώμαλ|ος <-η, -ο> [aˈnɔmalɔs] SUBST м./ж.

1. ανώμαλος (σεξουαλικά):

ανώμαλος

2. ανώμαλος (γενικά στη συμπεριφορά):

ανώμαλος
μα αυτός είναι ανώμαλος!

Примеры со словом ανώμαλος

ανώμαλος γαλαξίας
μα αυτός είναι ανώμαλος!

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский