греко » немецкий

Переводы „αξιοπρέπεια“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αξιοπρέπεια [aksiɔˈprɛpia] SUBST ж.

αξιοπρέπεια
Würde ж.
αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ανθρώπινη αξιοπρέπεια
αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ανθρώπινη αξιοπρέπεια
χωρίς αξιοπρέπεια

Примеры со словом αξιοπρέπεια

αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ανθρώπινη αξιοπρέπεια
χωρίς αξιοπρέπεια

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский