- αποδοχή
- Annahme ж.
- αποδοχή προσφοράς
-
- απαγόρευση ж. αποδοχής ЮРИД.
- Annahmeverbot ср.
- υπερημερία ж. αποδοχής ЮРИД.
-
- αποδοχή
- Akzept ср.
- ακάλυπτη αποδοχή
-
- μερική αποδοχή
- Teilakzept ср.
- αποδοχή ευκολίας
-
- αποδοχή συναλλαγματικής
- Wechselakzept ср.
- τραπεζική αποδοχή
- Bankakzept ср.
- αποδοχή τριτεγγυητή
- Avalakzept ср.
-
- Akzeptfrist ж.
-
- Akzeptbank ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- αποδοχή ж. προσφοράς
- αποδοχή ж. τριτεγγυητή
- Avalakzept м.
- αποδοχή ж. δωρεάς
- Avalakzept ср.
- ακάλυπτη αποδοχή