греко » немецкий

Переводы „αποζημίωση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αποζημίωσ|η <-εις> [apɔziˈmiɔsi] SUBST ж.

1. αποζημίωση (η πράξη):

αποζημίωση
παίρνω 15.000 ευρώ (ως) αποζημίωση
έχω αξίωση για αποζημίωση
υποχρεώνομαι σε αποζημίωση
βουλευτική αποζημίωση
Diäten ж. мн.
παίρνω βουλευτική αποζημίωση
χρηματική αποζημίωση
αποζημίωση για δαπάνες
αποζημίωση για ψυχική οδύνη
αίτημα ср. για αποζημίωση

3. αποζημίωση (αυτό που δίνεται):

αποζημίωση
αποζημίωση
αξιώνω αποζημίωση
παίρνω αποζημίωση
δίνω αποζημίωση σε κάποιον για κάτι
χωρίς αποζημίωση
αποζημίωση από την ασφάλεια
αποζημίωση λόγω απόλυσης
αποζημίωση για ψυχική οδύνη

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский