- αποζημίωση
-
- υποχρεώνομαι σε αποζημίωση
-
- βουλευτική αποζημίωση
-
- παίρνω βουλευτική αποζημίωση
-
- χρηματική αποζημίωση
-
-
- Schmerzensgeld ср.
- αγωγή ж. αποζημίωσης για μη εκπλήρωση ЮРИД.
-
- δικαίωμα ср. αποζημιώσεων
-
- δικαίωμα ср. αποζημιώσεων
-
- εγγύηση ж. αποζημίωσης ЭКОН.
-
- αποζημίωση
-
- αποζημίωση
-
- αξιώνω αποζημίωση
-
- παίρνω αποζημίωση
-
- χωρίς αποζημίωση
-
- αποζημίωση για υπηρεσιακές δαπάνες
-
-
- Schmerzensgeld ср.
- ποσό ср. αποζημίωσης
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.