греко » немецкий

Переводы „αποφασιστικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αποφασιστικ|ός <-ή, -ό> [apɔfasistiˈkɔs] ПРИЛ.

1. αποφασιστικός (άνθρωπος):

αποφασιστικός
δεν είσαι καθόλου αποφασιστικός

2. αποφασιστικός (κρίσιμος: μάχη):

αποφασιστικός

Примеры со словом αποφασιστικός

δεν είσαι καθόλου αποφασιστικός

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский