греко » немецкий

απροσδιόριστ|ος <-η, -ο> [aprɔzðiˈɔristɔs] ПРИЛ.

1. απροσδιόριστος (που δεν προσδιορίστηκε):

απροσδιόριστος

2. απροσδιόριστος (που δεν προσδιορίζεται):

απροσδιόριστος

3. απροσδιόριστος МАТЕМ.:

απροσδιόριστος

απροσδιόριστος ПРИЛ.

Статья, составленная пользователем
απροσδιόριστος (αίσθημα, φόβος) перенос.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский