- απόδειξη МАТЕМ., ЮРИД.
- Beweis м.
- μέχρις αποδείξεως του εναντίου ЮРИД.
-
- μαθηματική απόδειξη
-
- αναλυτική απόδειξη
-
- απόδειξη της γνησιότητας
-
- έμμεση απόδειξη
-
-
- Beweisantrag м.
-
- Beweislast ж.
- απόδειξη
- Zeugnis ср.
- απόδειξη
- Schein м.
- απόδειξη διαμετακόμισης
-
- απόδειξη εξαγωγής ЭКОН.
-
- απόδειξη παραλαβής
-
- απόδειξη φόρτωσης
- Ladeschein м.
- απόδειξη
- Quittung ж.
- απόδειξη
- Beleg м.
- απόδειξη πληρωμής
-
- απόδειξη λογιστηρίου
-
- ταμιακή απόδειξη
- Kassenbeleg м.
- ταμιακή απόδειξη
-
- τραπεζική απόδειξη
- Bankquittung ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- απόδειξη ж. διαμετακόμισης
- απόδειξη ж. εισαγωγής
- απόδειξη ж. παραλαβής
- απόδειξη ж. εξαγωγής
- απόδειξη εξαγωγής ЭКОН.