греко » немецкий

Переводы „απόκτηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

απόκτησ|η <-εις> [aˈpɔktisi] SUBST ж.

απόκτηση
Erwerb м.
απόκτηση γνώσεων
απόκτηση ιδιοκτησίας
άμεση απόκτηση

Примеры со словом απόκτηση

απόκτηση γνώσεων
απόκτηση ιδιοκτησίας
άμεση απόκτηση
απόκτηση ж. της νομής

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский