греко » немецкий

απόσυρσ|η <-εις> [aˈpɔsirsi] SUBST ж.

1. απόσυρση (στρατευμάτων):

απόσυρση
Abzug м.
απόσυρση (των) στρατευμάτων
απόσυρση (των) στρατευμάτων

2. απόσυρση (χρημάτων):

απόσυρση
Abhebung ж.

3. απόσυρση (αίτησης):

απόσυρση
απόσυρση παραγγελίας

απόσυρση SUBST

Статья, составленная пользователем
απόσυρση (παλαιών αυτοκινήτων) ж.

Примеры со словом απόσυρση

απόσυρση παραγγελίας
απόσυρση (των) στρατευμάτων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский