- απόφαση
- Urteil ср.
- δικαστική απόφαση
- Gerichtsurteil ср.
- ενδιάμεση απόφαση
- Zwischenurteil ср.
-
- Vorbehaltsurteil ср.
-
- Teilurteil ср.
- αναγνωριστική απόφαση
-
- ερήμην απόφαση
- Säumnisurteil ср.
- εσφαλμένη απόφαση
- Fehlurteil ср.
- απαλλακτική απόφαση
-
- καταδικαστική απόφαση
- Verurteilung ж.
- ποινική απόφαση
- Strafurteil ср.
- τροποποιητική απόφαση
-
- αιτιολογία ж. της απόφαση
-
- προειλημμένη απόφαση
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- παίρνω απόφαση
- διαιτητική απόφαση
- καταδικαστική απόφαση
- Schuldspruch м.
- αναγνωριστική απόφαση
- εταιρική απόφαση ЭКОН.