греко » немецкий

απόφασ|η <-εις> [aˈpɔfasi] SUBST ж.

απόφαση SUBST

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом απόφαση

παίρνω απόφαση
διαιτητική απόφαση
εταιρική απόφαση ЭКОН.
δικαστική απόφαση
απαλλακτική απόφαση
ποινική απόφαση
διαπλαστική απόφαση
κομματική απόφαση
ενδιάμεση απόφαση
ερήμην απόφαση
εσφαλμένη απόφαση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский