греко » немецкий

Переводы „αργίλιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αργίλιο [arˈjiliɔ] SUBST ср.

αργίλιο
Aluminium ср.
θειικό αργίλιο
οξικό αργίλιο
φθοριούχο αργίλιο
χλωριούχο αργίλιο

Примеры со словом αργίλιο

θειικό αργίλιο
φθοριούχο αργίλιο
χλωριούχο αργίλιο
οξικό αργίλιο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский