греко » немецкий

Переводы „αρνητικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αρνητικό [arnitiˈkɔ] SUBST ср. ФОТО.

αρνητικό
Negativ ср.

Примеры со словом αρνητικό

αρνητικό ποσό
αρνητικό στοιχείο
αρνητικό ηλεκτρόδιο
αρνητικό σημείο
αρνητικό φορτίο
αρνητικό φιλμ неизм.
αρνητικό/θετικό φορτίο
ρέζους θετικό/αρνητικό
αρνητικό/θετικό πρόσημο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский