греко » немецкий

Переводы „αστυνομία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αστυνομία [astinɔˈmia] SUBST ж.

αστυνομία
Polizei ж.
φωνάζω την αστυνομία
αστυνομία συνόρων
λιμενική αστυνομία
μυστική αστυνομία
ομοσπονδιακή αστυνομία
στρατιωτική αστυνομία
τουριστική αστυνομία

Примеры со словом αστυνομία

ομοσπονδιακή αστυνομία
αστυνομία συνόρων
λιμενική αστυνομία
μυστική αστυνομία
στρατιωτική αστυνομία
τουριστική αστυνομία
η αστυνομία τον έπιασε
τον σταμάτησε η αστυνομία
φωνάζω την αστυνομία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский