греко » немецкий

αυτοκίνητο [aftɔˈcinitɔ] SUBST ср.

αυτοκίνητο
Auto ср.
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως
αγωνιστικό αυτοκίνητο
Rennwagen м.
αστυνομικό αυτοκίνητο
αστυνομικό αυτοκίνητο
Polizeiauto ср.
επιβατικό αυτοκίνητο
επιβατικό αυτοκίνητο
Pkw м.
αυτοκίνητο αντίκα
Oldtimer м.
αυτόματο αυτοκίνητο
αυτοκίνητο για ράλι
αυτοκίνητο για ράλι
Rallyeauto ср.
σπορ αυτοκίνητο
διθέσιο αυτοκίνητο
δίπορτο αυτοκίνητο
τετραθέσιο αυτοκίνητο
Elektroauto ср.
μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
μικρό αυτοκίνητο
μικρομεσαίο αυτοκίνητο
μεσαίο αυτοκίνητο
μεγάλο αυτοκίνητο
großes Auto ср.
μεγάλο αυτοκίνητο
μεγάλο αυτοκίνητο
νοικιαζόμενο αυτοκίνητο
Mietwagen м.
νοικιαζόμενο αυτοκίνητο
Leihwagen м.
αυτοκίνητο τριών λίτρων
αυτοκίνητο παντός εδάφους
πολυμορφικό αυτοκίνητο
αυτοκίνητο της φόρμουλα 1
αυτοκίνητο της φόρμουλα 1
αυτοκίνητο της φόρμουλα 3000
αυτοκίνητο της φόρμουλα ίντι
Autokauf м.
Fahrzeughalter(in) м. (ж.)

αυτοκίνητο SUBST

Статья, составленная пользователем
νοσοκομειακό αυτοκίνητο ср.

Примеры со словом αυτοκίνητο

αυτοκίνητο ср. αντίκα
αυτοκίνητο ср. απορριμμάτων
αυτόματο αυτοκίνητο
δίλιτρο αυτοκίνητο
επιβατικό αυτοκίνητο
Pkw м.
αστυνομικό αυτοκίνητο
αγωνιστικό αυτοκίνητο
αυτοκίνητο αντίκα
σπορ αυτοκίνητο
διθέσιο αυτοκίνητο
δίπορτο αυτοκίνητο
τετραθέσιο αυτοκίνητο
μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
μικρό αυτοκίνητο
μικρομεσαίο αυτοκίνητο
μεσαίο αυτοκίνητο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский