греко » немецкий

βιβλιοθήκη [vivliɔˈθici] SUBST ж.

1. βιβλιοθήκη (έπιπλο):

βιβλιοθήκη

2. βιβλιοθήκη (ίδρυμα, συλλογή βιβλίων):

βιβλιοθήκη перенос.
είναι ζωντανή βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκη γονιδίων
δημόσια/δημοτική βιβλιοθήκη
δανειστική βιβλιοθήκη
εθνική βιβλιοθήκη
εθνική βιβλιοθήκη
δημοτική βιβλιοθήκη
επιστημονική βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκη κλώνων
βιβλιοθήκη νέων
πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκη πολυμέσων
Mediathek ж.

βιβλιοθήκη SUBST

Статья, составленная пользователем
βιβλιοθήκη (έπιπλο, ράφια) ж.
Bücherregal ср.

Примеры со словом βιβλιοθήκη

γονιδιωματική βιβλιοθήκη
δανειστική βιβλιοθήκη
δημοτική βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκη νέων
πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκη πολυμέσων
βιβλιοθήκη γονιδίων
εθνική βιβλιοθήκη
επιστημονική βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκη κλώνων
είναι ζωντανή βιβλιοθήκη
δημόσια/δημοτική βιβλιοθήκη
η βιβλιοθήκη ήταν το καταφύγιό της

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский