греко » немецкий

γήπεδο [ˈjipɛðɔ] SUBST ср.

1. γήπεδο (οικόπεδο, χώρος):

γήπεδο
Gelände ср.
γήπεδο εργοστασίου

2. γήπεδο СПОРТ (έξω):

γήπεδο
γήπεδο (του) γκολφ
Golfplatz м.
γήπεδο μπέιζμπολ
γήπεδο ποδοσφαίρου
γήπεδο τένις
γήπεδο χόκεϊ

3. γήπεδο СПОРТ (ο σημαδεμένος χώρος):

γήπεδο
Spielfeld ср.

γήπεδο SUBST

Статья, составленная пользователем
γήπεδο (στάδιο) ср. СПОРТ
Stadion ср.

Примеры со словом γήπεδο

γήπεδο ср. τένις
γήπεδο μπέιζμπολ
γήπεδο τένις
γήπεδο χόκεϊ
γήπεδο ср. του γκολφ
γήπεδο (του) γκολφ

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский