греко » немецкий

γραφείο [ɣraˈfiɔ] SUBST ср.

1. γραφείο (έπιπλο):

γραφείο

2. γραφείο (αίθουσα):

γραφείο
Büro ср.

3. γραφείο (υπηρεσία):

γραφείο
Amt ср.

γραφείο SUBST

Статья, составленная пользователем
γραφείο προσωπικού ср.

γραφείο εύρεσης εργασίας

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом γραφείο

γραφείο ср. συμψηφισμού
γραφείο ср. μηχανικού
γραφείο ср. αποσκευών
γραφείο ср. μισθοδοσίας
Lohnbüro ср.
μεσιτικό γραφείο
διευθυντικό γραφείο
δικηγορικό γραφείο
τουριστικό γραφείο
ελεγκτικό γραφείο
γραφείο πληροφοριών
γραφείο ταξιδιών
γραφείο δασκάλων
γραφείο συνοικεσίων
ταξιδιωτικό γραφείο
Fundbüro ср.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский