- δείκτης
- Index м.
- δείκτης ατυχημάτων
- Unfallziffer ж.
- γενικός δείκτης ЭКОН.
- Gesamtindex м.
- δείκτης γεννητικότητας
- Geburtenrate ж.
- δείκτης γεννητικότητας
-
- δείκτης θνησιμότητας
- Sterbeziffer ж.
- δείκτης προστασίας (σε αντιηλιακή κρέμα)
-
- δείκτης νοημοσύνης
-
- δείκτης μετοχών
- Aktienindex м.
- Γερμανικός Δείκτης Μετοχών
-
- Γερμανικός Δείκτης Μετοχών
- Dax м.
- Περιεκτικός Δείκτης Μετοχών των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς
-
- δείκτης παραγωγικότητας ЭКОН.
-
- δείκτης πληθωρισμού
-
- δείκτης ριζικού МАТЕМ.
-
- δείκτης τιμών
- Preisindex м.
- δείκτης τιμών χονδρεμπορίου
-
- δείκτης τιμών χρηματιστηρίου
- Börsenindex м.
- οδικός δείκτης
- Straßenschild ср.
- δείκτης
- Zeigefinger м.
- δείκτης ХИМ.
-
- δείκτης ХИМ.
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- δείκτης м. νοημοσύνης
- δείκτης м. πληθωρισμού
- δείκτης м. διάθλασης
- δείκτης м. οξειδοαναγωγής
- δείκτης м. μετοχών
- Aktienindex м.