греко » немецкий

Переводы „δελτίο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

δελτίο [ðɛlˈtiɔ] SUBST ср.

2. δελτίο (έκθεση):

δελτίο
Bericht м.
δελτίο ειδήσεων
Nachrichten ж. мн.
δελτίο καιρού
το δελτίο των οχτώ

Примеры со словом δελτίο

δελτίο ж. φόρτωσης
δελτίο ср. παραγγελιών
δελτίο ср. ειδήσεων
Nachrichten ж. мн.
δελτίο ср. ταυτότητας
δελτίο παραλαβής
δελτίο Τύπου
δελτίο ειδήσεων
Nachrichten ж. мн.
δελτίο καιρού
δελτίο αποστολής
δελτίο βενζίνης
δελτίο εισόδου
δελτίο παράδοσης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский