греко » немецкий

δημιουργία [ðimiurˈjia] SUBST ж.

1. δημιουργία (πλάσματος, του κόσμου):

δημιουργία
η δημιουργία του κόσμου

2. δημιουργία ИСК.:

3. δημιουργία (προσκόμιση):

δημιουργία
Schaffen ср.
δημιουργία
Schaffung ж.
δημιουργία θέσεων εργασίας

4. δημιουργία (έργο):

δημιουργία
Werk ср.

Δημιουργία [ðimiurˈjia] SUBST ж. РЕЛИГ.

Примеры со словом δημιουργία

δημιουργία ж. περιουσίας
δημιουργία ж. ρευστότητας
δημιουργία ж. νέων θέσεων εργασίας
η δημιουργία του κόσμου
δημιουργία ж. θέσεων εργασίας
δημιουργία θέσεων εργασίας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский