греко » немецкий

δημοκρατία [ðimɔkraˈtia] SUBST ж.

1. δημοκρατία (πολίτευμα):

δημοκρατία
αβασίλευτη δημοκρατία
Republik ж.
άμεση δημοκρατία
αντιπροσωπευτική δημοκρατία
έμμεση δημοκρατία
κοινοβουλευτική δημοκρατία
λαϊκή δημοκρατία
προεδρική δημοκρατία

Δομινικανή Δημοκρατία [ðɔminikaˈni ðimɔkraˈtia] SUBST ж.

Κεντροαφρικανική Δημοκρατία [cɛndrɔafrikaniˈci ðimɔkraˈtia] SUBST ж.

Τσεχική Δημοκρατία [tsɛçiˈci ðimɔkraˈtia] SUBST ж.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский