греко » немецкий

διάλεκτος [ðiˈalɛktɔs] SUBST ж.

1. διάλεκτος (γεωγραφικής περιοχής):

διάλεκτος
Dialekt м.
διάλεκτος
Mundart ж.

2. διάλεκτος (δημοσιογραφική κτλ):

διάλεκτος
Jargon м.
δημοσιογραφική διάλεκτος

διαλεκτός

διαλεκτός s. διαλεχτός

Смотри также διαλεχτός

διαλεχτ|ός <-ή, -ό> [ðjalɛxˈtɔs] ПРИЛ.

Примеры со словом διάλεκτος

δημοσιογραφική διάλεκτος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский