греко » немецкий

Переводы „διάταξη“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

διάταξ|η <-εις> [ðiˈataksi] SUBST ж.

1. διάταξη (τρόπος τοποθέτησης):

διάταξη
Anordnung ж.
ημερήσια διάταξη
μοριακή διάταξη ФИЗ.
αξίωμα ср. της διάταξη МАТЕМ.

2. διάταξη (διαταγή):

διάταξη
Befehl м.

3. διάταξη ЮРИД.:

διάταξη
ειδική διάταξη
ποινική διάταξη
διάταξη περί υγιεινής

Примеры со словом διάταξη

διάταξη ж. καταστατικού
ημερήσια διάταξη
δικονομική διάταξη
μοριακή διάταξη
διοικητική διάταξη
λεξικογραφική διάταξη МАТЕМ.
ειδική διάταξη
ποινική διάταξη
αξίωμα ср. της διάταξη МАТЕМ.
διάταξη περί υγιεινής

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский