греко » немецкий

διαδικασία [ðiaðikaˈsia] SUBST ж.

1. διαδικασία ЮРИД.:

διαδικασία
Verfahren ср.
ποινική διαδικασία
πτωχευτική διαδικασία
μυστική διαδικασία
διαδικασία προσφυγής
διαδικασία συμβιβασμού

2. διαδικασία ФИЗ.:

διαδικασία
Prozess м.
διαδικασία της πέψης
διαδικασία προσέγγισης

3. διαδικασία (διεξαγωγή ενέργειας, επίσης κοπιαστικής):

διαδικασία
Prozedur ж.

διαδικασία SUBST

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом διαδικασία

διαδικασία ж. έκδοσης ФИНАНС.
διαδικασία ж. έγκρισης ЮРИД.
διαδικασία ж. συμβιβασμού
διαδικασία ж. ενεχυρίασης
διαδικασία ж. εκκαθάρισης
διαδικασία ж. συναπόφασης ЕС
διαδικασία ж. προσφυγής
διαδικασία ж. ίδρυσης
διαδικασία ж. ελέγχου
διαδικασία ж. προκήρυξης
διαδικασία ж. υιοθεσίας ЮРИД.
παραγωγική διαδικασία ЭКОН.
διαιτητική διαδικασία
εκλογική διαδικασία
ανελικτική διαδικασία
αποδεικτική διαδικασία ЮРИД.
ειρηνευτική διαδικασία
νομοθετική διαδικασία
πτωχευτική διαδικασία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский