- διαταραχή
- Störung ж.
- αιμορραγική διαταραχή
-
- κυκλοφορική διαταραχή
-
- διαταραχές ж. мн. λόγου
-
- διαταραχή νυχτερινού ύπνου
-
- διαταραχή πανικού
- Panikstörung ж.
- διαταραχή του πεπτικού συστήματος
-
- διαταραχή προσωπικότητας
-
- διαταραχή (της) συγκέντρωσης
-
- στυτική διαταραχή
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- διαταραχή ж. διαγωγής ПСИХОЛ.
- διαταραχή ж. πανικού ПСИХОЛ.
- Panikstörung ж.
- ψυχωτική διαταραχή
- διαταραχή προσωπικότητας