греко » немецкий

Переводы „δικαιολογία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

δικαιολογία [ðicɛɔlɔˈjia] SUBST ж.

1. δικαιολογία (ως υπεράσπιση του εαυτού μου):

δικαιολογία

2. δικαιολογία (λόγος):

δικαιολογία
με τη δικαιολογία ότι

3. δικαιολογία (για συγκάλυψη της αληθινής αιτίας):

δικαιολογία
Ausrede ж.
πάντα βρίσκει μια/κάποια δικαιολογία

Примеры со словом δικαιολογία

με τη δικαιολογία ότι

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский